- θεομήτορος
- θεομήτωρmother of a godmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Theotokos — An 18th century Russian icon depicting various types of the Theotokos icons Theotokos (Greek: Θεοτόκος, transliterated Theotókos) is the Greek title of Mary, the mother of Jesus used especially in the Eastern Orthodox, Oriental Orthodox, and… … Wikipedia
богоматерьница — БОГОМАТЕРЬНИЦ|А (1*), Ѣ ( А) с. То же, что богородица: идеже ц(с)рь, цр҃квь създавъ б҃омт҃рьници (τῆς ϑεομήτορος) ГА XIII XIV, 261б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
богородичьнъ — (2*) пр. То же, что богородицинъ. В роли с.: i ны(н). бг҃ченъ гл҃соу. ПКП 1406, 3а; б҃ченъ гласоу. Там же, 3б; ϑεομήτορος Вост., I, 26; ϑεοτόκιον Срезн., I, 135 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αειπάρθενος — ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος) αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια τής ζωής του 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο τής Θεομήτορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παρθένος. ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ … Dictionary of Greek
Αθηνών, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Εδρεύει στην Αθήνα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 144 ενοριακοί ιεροί ναοί, 12 κοιμητηρίων και 9 μοναστηριακοί, στους οποίους υπηρετούν 486 εφημέριοι και 40 διάκονοι. Για την πλέον άρτια και αποδοτική περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω… … Dictionary of Greek
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия